Στο έργο Στέγες του Παρισιού (1952) υψώνονται τοίχοι, δημιουργώντας σκεπές, δώματα και τριγωνικά αετώματα νεοκλασικών κτιρίων, όλα μπλεγμένα σε ένα αδιάσπαστο, συμπαγές αστικό τοπίο με πολυγωνική δόμηση.
Τα αρχιτεκτονικά πλέγματα, η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, η εμφανής επίδραση του κυβισμού και τα σταχτιά χρώματα με έντονη την παρουσία της ώχρας αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της εν λόγω δημιουργικής περιόδου του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.
Ο ίδιος σε κείμενά του χαρακτηριστικά αναφέρει: «Στάθηκα στοχαστικά, συσχετίζοντας τον κυβισμό με τον ελληνικό γεωμετρικό χώρο. Γεωμετρικές άλλωστε ήταν και οι πρώτες ρίζες της ελληνικής τέχνης στην αγγειογραφία, γεωμετρική ήταν και η ελληνική αρχιτεκτονική». Η ζωγραφική του Γκίκα έχει βαθιές ρίζες στη βυζαντινή, αλλά και στην ελληνική λαϊκή παράδοση. Σημαντική για τη διαμόρφωσή του υπήρξε η επιρροή του Κωνσταντίνου Παρθένη, στο πλευρό του οποίου ο Γκίκας είχε μαθητεύσει. Αναφερόμενος στο δάσκαλό του Παρθένη, γράφει αργότερα ότι από εκείνον έμαθε το γεωμετρικό σχέδιο, όπως επίσης τα συμπληρωματικά χρώματα, τις αντιθέσεις των γραμμών, αλλά και την τέχνη να αφήνει κανείς τον καμβά κενό.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σε εφηβική ηλικία λαμβάνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και στα 17ου του εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα αισθητικής, γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η ζωγραφική όμως εξακολουθεί να τον σαγηνεύει και έτσι εγγράφεται στην Académie Ranson. Γρήγορα με την προτροπή του δασκάλου του Roger Bissiere, θα αρχίσει να εργάζεται μόνος στο ατελιέ του. Κατά τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας, αναπτύσσει μία εικαστική γλώσσα με αναφορές στην ελληνική παράδοση, καθώς ενσωματώνει στοιχεία ευρωπαϊκών ρευμάτων του 20ου αιώνα και ειδικότερα του κυβισμού.
.