Galerie Beaubourg, Παρίσι
Ιδιωτική συλλογή, από το 1980
Foire internationale de l’art contemporain (FIAC), Παρίσι, Galerie Beaubourg, Οκτώβριος 1980
Ματιές στον αιώνα, Άνδρος, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 28 Ιουνίου-20 Σεπτεμβρίου 1998, σσ. 129-131, εικ. σ. 131
Bernard-Henri Lévy, César: Les Bronzes, Παρίσι, La Différence-Galerie Beaubourg, 1991, σ. 20, εικ.
Η καρέκλα, δημιουργία του 1980, συνδυάζει με επιτυχία δύο πρακτικές που ο César γνώριζε πολύ καλά: τη δουλειά με βάση αντικείμενα που μάζευε στον δρόμο, κυρίως παλιοσίδερα, και τις επεκτάσεις. Η πρώτη, κληρονομιά των πρώιμων δύσκολων χρόνων του, ήταν γι’ αυτόν ένας τρόπος να δείξει ότι η γλυπτική μπορεί να ανανεώνεται και να εμπλουτίζεται ενσωματώνοντας και άλλα στοιχεία εκτός από τα παραδοσιακά υλικά. Η δεύτερη πρακτική, με την οποία άρχισε να πειραματίζεται ήδη από το 1967, εκθειάζει την ευκολία που προσφέρουν οι συνθετικές ύλες, η ελαφρότητα και ευκαμψία των οποίων επιτρέπουν τη διάπλαση οποιασδήποτε μορφής με εκπληκτική ευχέρεια. Ο César χρησιμοποιεί ειδικότερα την πολυουρεθάνη, που έχει την ιδιότητα, όταν χτυπηθεί, να δημιουργεί αφρό με όγκο πολύ μεγαλύτερο από αυτόν του αρχικού υγρού, παίρνοντας στην εντέλεια το σχήμα του καλουπιού μέσα στο οποίο χύνεται και στεγνώνοντας σε ελάχιστα λεπτά.
Στην προσπάθειά του να τιθασεύσει το υλικό και να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο César δημιουργεί επεκτάσεις σε πολλές παραλλαγές, διαφοροποιεί τα μεγέθη, από το πιο μικρό στο πιο μεγάλο, και πειραματίζεται με καινούρια υλικά: πολύτιμα μέταλλα για κοσμήματα, κρύσταλλο, γυαλί. Θα αποφασίσει επίσης να χυτεύσει σε μπρούντζο ορισμένα μοντέλα από πολυουρεθάνη, δίνοντας στο μέταλλο διάφορα χρώματα, και θα ενσωματώσει τις επεκτάσεις σε έργα που συνδυάζουν και άλλα υλικά, ιδιαιτέρως αντικείμενα της καθημερινής ζωής.
Η ιδέα του César να ταιριάξει μια επέκταση με μια καρέκλα χρονολογείται ήδη από το 1968, αλλά η ευκαιρία να την υλοποιήσει του δίνεται μία δεκαετία αργότερα. Η πρωτοτυπία της συγκεκριμένης Καρέκλας έγκειται στην πλήρη εκτροπή των υλικών από την τυπική χρήση τους. Από μακριά, ο θεατής καλείται να πιστέψει ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη ξύλινη καρέκλα, επικαλυμμένη με κάποιο πολύτιμο μέταλλο. Πλησιάζοντας, ανακαλύπτει ότι το ξύλο είναι στην πραγματικότητα σίδηρος και το πολύτιμο μέταλλο μπρούντζος. Για μία ακόμη φορά, ο César παίζει με τη φαινομενική όψη του υλικού όπως ακριβώς με τη λειτουργικότητα των αντικειμένων. Αυτή η καρέκλα όχι μόνο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τέτοια, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποκτά μια σπουδαιότητα που εκπλήσσει και γίνεται τελικά πολύτιμο αντικείμενο.
.