Galerie Beaubourg, Παρίσι
Ιδιωτική συλλογή, από το 1980
Foire internationale de l’art contemporain (FIAC), Παρίσι, Galerie Beaubourg, Οκτώβριος 1980
Ματιές στον αιώνα, Άνδρος, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 28 Ιουνίου-20 Σεπτεμβρίου 1998, σσ. 126-127, εικ. σ. 127
Grégoire Müller, “Der Plastiker César”, Du, τόμ. II, τ. 342, 1968, σ. 112
Jean-Louis Mons, Villetaneuse informations, τόμ. IX, 1982, σ. 23
Pierre Nahon, “Je suis un sculpteur ancien”, Cimaise, τόμ. 31, τ. 170, Μάιος-Ιούλιος 1984, σ. 89
Pierre Restany, César, Παρίσι, La Différence, 1988, σ. 195
“César”, Galleries Magazine, τ. 55, καλοκαίρι 1993, σ. 99
Denise Durand-Ruel, César (catalogue raisonné), τόμ. I, 1947-1964, Παρίσι, La Différence, 1994, σ. 419
César, Daniel Abadie, “Sur la Sculpture”, César, κατ. έκθ., Παρίσι, Galerie nationale du Jeu de Paume, 10 Ιουνίου-19 Οκτωβρίου 1997, σ. 18
Ο César μαθαίνει να χειρίζεται τον σίδηρο και την τεχνική της συγκόλλησης από ανάγκη. Το 1954 ο ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που έφτιαχνε μεταλλικά ντουλάπια σε ένα προάστιο βόρεια του Παρισιού επιτρέπει στον καλλιτέχνη να χρησιμοποιεί το χώρο και τις μηχανές του εργοστασίου, καθώς και κομμάτια αχρησιμοποίητων σιδερικών. Εκεί, για περισσότερα από δέκα χρόνια, ο César δουλεύει με πάθος συνδυάζοντας τις ιδιότητες του εργάτη, του τεχνίτη και του καλλιτέχνη. Το γλυπτό Φόρος τιμής στον Léon, όπως δηλώνει η ονομασία του, είναι αφιερωμένο στον Léon Jacques, ιδιοκτήτη του εργοστασίου.
Στο έργο είναι φανερή η επιρροή της Germaine Richier. Αμφότερων τα γλυπτά έχουν ανώμαλες επιφάνειες που προβάλλουν την οδύνη, τον πόνο και την αμφιβολία. Επιπλέον, είναι και οι δύο βαθιά επηρεασμένοι από το θέαμα των σωμάτων στην Πομπηία, έτσι όπως τα αιφνιδίασε τη στιγμή της ύστατης οδύνης τους και τα σκέπασε η λάβα. Ο César βέβαια ενδιαφέρεται μάλλον για τη δομή των γλυπτών του, για τη συναρμολόγησή τους. Χρησιμοποιεί τα σιδερένια κομμάτια σαν κομμάτια ενός παζλ, που μόνο η συγκόλληση θα έρθει να τα βάλει το ένα δίπλα στο άλλο, να τα τροποποιήσει και τελικά να τα συναρμολογήσει. Αυτό δεν σημαίνει πως τα γλυπτά του δεν διαθέτουν εσωτερικότητα. Ο Léon, απαθανατισμένος με μάτια άδεια, στόμα ανοιχτό λες και αφήνει να του ξεφύγει μια κραυγή, κοιλιά κομματιασμένη από βαθιές τρύπες, εκφράζει μια σύγχυση που βρίσκεται πολύ κοντά στη δουλειά του Giacometti. Το μοντέλο, όπως στέκει με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια αιχμαλωτισμένα σε μια κίνηση που μοιάζει να θέλουν να την ολοκληρώσουν, θυμίζει τις νηματοειδείς μορφές του Ελβετού, όχι τόσο λόγω της εξωτερικής όψης του όσο λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης.
Το αντίτυπο που παρουσιάζεται εδώ χυτεύθηκε το 1980, δεκαέξι χρόνια μετά τη δημιουργία της αρχικής εκδοχής σε συγκολλημένο σίδηρο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πανομοιότυπο, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο César: «[…] Πρόκειται για παραλλαγές, σε καμία περίπτωση για κλασικά εκμαγεία. […] Το κάθε κομμάτι έχει την πρωτοτυπία του... Επεμβαίνω συνεχώς. Ανάμεσα στο σίδερο και στον μπρούντζο δεν υπάρχει πια καμία σχέση».