Acoris-The Surrealist Art Centre, Λονδίνο
Ιδιωτική συλλογή, από το 1971
Ματιές στον αιώνα, Άνδρος, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 28 Ιουνίου-20 Σεπτεμβρίου 1998, σσ. 74-75, εικ. σ. 75
Giovanna dalla Chiesa, De Chirico scultore, Μιλάνο, Mondadori, 1988
De Chirico: The Centenary Sculptures | Le Sculture del Centenario, Τορίνο, Allemandi, 1995
Η φιγούρα του ανδρείκελου παίζει ουσιαστικό ρόλο στο έργο του Giorgio de Chirico. Συνιστά το πλέον χαρακτηριστικό σύμβολο της λεγόμενης μεταφυσικής ζωγραφικής του. Εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1914 με τη μορφή κούκλας ραπτικής. Έκτοτε είναι παρόν στη δημιουργική πορεία του καλλιτέχνη, ο οποίος φροντίζει να το διαπλάσει με το δικό του τρόπο για να το καταστήσει τον πιο οικουμενικό διερμηνέα του, τον πιο ποιητικό.
Από το 1918 αναπαριστά το ανδρείκελο μόνο του και καθιστό, απομακρυνόμενος από κάθε συσχετισμό με τη μαριονέτα ή το ιταλικό θέατρο. Κατά τον ίδιο τρόπο θα χαθεί η ομοιότητά του με το ανδρείκελο του ζωγράφου, όπως και η συγχώνευσή του με αρχαία γλυπτά. Μοναχικό, σε συνθέσεις με ποικίλα παρελκόμενα, όπως παλέτες, καβαλέτα, γλυπτές προτομές, τρίγωνα και άλλα γεωμετρικά όργανα, το ανδρείκελο θα υποδύεται διάφορους ρόλους: ποιητής, φιλόσοφος, αρχαιολόγος, προφήτης, επιστήμονας, μούσα, μυθολογικός ήρωας, μουσικός… Σε όλες τις περιπτώσεις, συμβολίζει τη νόηση, τη μνήμη, την ευαισθησία, αιωρούμενες σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο απροσδιόριστο, αόριστο, όπου όμως τα πάντα αποκτούν νόημα.
Όταν, από το 1919, ο De Chirico αλλάζει προσανατολισμό και επιστρέφει σε μια κλασική ζωγραφική, κληρονομιά των μεγάλων δασκάλων, φαίνεται πως δυσκολεύεται να αποχαιρετίσει τη μορφή του ανδρείκελου. Θα επιστρέψει τριάντα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τότε ο De Chirico αποφασίζει να ξαναπιάσει τα παλιά μεταφυσικά θέματά του και τα αντιγράφει, φροντίζοντας να αλλάξει ορισμένες λεπτομέρειες που θα έδειχναν την πρόοδό του από τεχνική άποψη. Ο Τροβαδούρος είναι από τα θέματα που θα επαναλάβει συχνότερα.
Λογική συνέχεια τούτης της αποθέωσης του ανδρείκελου θα είναι η μετατροπή του σε γλυπτό, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η πρώτη απόπειρα του De Chirico στη γλυπτική χρονολογείται από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εμπειρία τον κάνει να αγαπήσει τη δουλειά με τα χέρια, που του φαίνεται λιγότερο περιοριστική από την πράξη της ζωγραφικής. Το 1968 χυτεύει σε μπρούντζο μερικά από τα διάσημα ανδρείκελά του, μεταξύ των οποίων και τον Τροβαδούρο. Διαλέγει γυαλισμένο μπρούντζο με χρυσαφένια πατίνα, για τα μικρά μεγέθη. Το πέρασμα στην τρίτη διάσταση τονίζει ακόμη περισσότερο την ανισορροπία της μορφής: παρά τα στηρίγματα και το μανδύα του, αυτός ο Τροβαδούρος δείχνει ότι προσπαθεί να ισορροπήσει, αλλά οι μηροί και ο θώρακας προεξέχουν και δεν μπορούν να στηριχτούν στις υπερβολικά κοντές κνήμες. Ενώ με τα ίχνη από τις ραφές και τις τρύπες στο ύψος των κλειδώσεων, μοιάζει μάλλον με νευρόσπαστο. Πάντως, η φαινομενική σωματική αδυναμία του αμβλύνεται από το μέγεθος του κεφαλιού, το οποίο τον μεταμορφώνει σε είδωλο: έτσι, το πνεύμα ανακτά την πρωτοκαθεδρία, προσδίδοντας σε αυτόν το μουσικό εμφάνιση σοφού προφήτη.