Στο έργο της συλλογής μας Ύδρα, δύση το ίδιο το έργο μάς ωθεί να μιλήσουμε περισσότερο για την ποίηση στη ζωγραφική του Τέτση, μια ποίηση επιθετική. Ένα δειλινό μέσα από ένα ζωγραφικό χώρο τόσο ενεργειακό, που μας συγκινεί. Ο ίδιος γράφει: «Θέλω να εκφράσω τον τόπο μου. Εδώ έχω γεννηθεί, εδώ έχω μεγαλώσει, τα μάτια μου, το φως που χύνεται στον ελληνικό χώρο[…]».
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925, κατά το Μεσοπόλεμο, μια δύσκολη περίοδο για το νησί, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως «μαραζωμένο». Οι οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν την οικογένειά του να μετακομίσει στον Πειραιά, ωστόσο ο Τέτσης θα εξακολουθήσει να περνά τα καλοκαίρια του στην Ύδρα, όπου, από νεαρή ηλικία, αρχίζει να ασχολείται με τη ζωγραφική.
Στα πρώιμα έργα του παρατηρείται μια σχεδόν κυβιστική λιτότητα και σχεδιαστική διάθεση. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η συνάντησή του με τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, αλλά και το Γερμανό ζωγράφο Klaus Vrieslander, τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί δάσκαλο. Όπως εξομολογείται, εκείνος τον μύησε με τρόπο λιτό και κατανοητό στα προβλήματα της ζωγραφικής, στις φόρμες και στη σύνθεση, φέρνοντάς τον σε επαφή με την τέχνη του El Greco, του Cézanne και των ιμπρεσιονιστών. Εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παρθένη, το έργο του οποίου τον εντυπωσιάζει, ωστόσο η μαθητεία κοντά του θα διαρκέσει πολύ λίγο, αφού εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει ήδη οι δυσκολίες που οδήγησαν τον Παρθένη σε παραίτηση. Το 1953, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι και για τα επόμενα τριάμισι χρόνια το Παρίσι θα ανοίξει ένα νέο «παράθυρο γνώσης» για το ζωγράφο. Θα εμπνευστεί από τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, έργα των οποίων βλέπει στα μουσεία που επισκέπτεται, αλλά και από τα νέα ρεύματα που συναντά στις γκαλερί, οι οποίες γνωρίζουν άνθηση εκείνο τον καιρό. Όλη αυτή η εμπειρία τον βοηθά να αναζητήσει τη δική του προσωπική «εικαστική φωνή».
Ο Τέτσης είναι ζωγράφος «του βλέμματος», αναζητά δηλαδή ποιητικούς τρόπους για να μας μεταφέρει σε αυτό που βλέπει, μέσα από το διάλογο του χρώματος με το ελληνικό φως. Δίνει μάχη, θα έλεγε κανείς, για να καταφέρει να αποδώσει στις συνθέσεις του αυτό το πλούσιο χρώμα, που ατονεί και ξεθωριάζει κάτω από το έντονο ελληνικό φως. Οι συνθέσεις του είναι πολύ καλά οργανωμένες, ωστόσο η ζωγραφική του δεν είναι περιγραφική ή μιμητική, αντίθετα προσπαθεί μάλλον να εξισορροπήσει την πραγματικότητα μέσα από την αφαίρεση.
.