Από το 1968 η Σίφνος γίνεται ένας από τους αγαπημένους προορισμούς του Παναγιώτη Τέτση. Το κυκλαδίτικο τοπίο και το πλούσιο μεσογειακό φως ξυπνά βαθιές μνήμες στον Υδραίο ζωγράφο και η πλούσια χρωματική του παλέτα μετατρέπεται σε μονοχρωμία. Το πράσινο και το βαθύ καφέ της γης αποδίδονται τώρα με μαύρο, αναδεικνύοντας έτσι την ένταση του μεσημεριάτικου φωτός. Αυτά τα έντονα φορτισμένα μαύρα αναδίνουν πνευματικότητα, αλλά και μια σκληρή, θα έλεγε κανείς, ποιητικότητα.
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε το 1925 στην Ύδρα, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσει με την οικογένειά του στον Πειραιά το 1937. Στην Ύδρα περνά τα καλοκαίρια του ζωγραφίζοντας και, μόλις 14 ετών, αιφνιδιάζει με τη ζωγραφική του κερδίζοντας τους πρώτους θαυμαστές του, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, καθώς και τον Γερμανό ζωγράφο Klaus Frieslander, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πορείας του ως καλλιτέχνη. Φοιτά στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Παρθένη και, με υποτροφία, συνεχίζει σπουδές στο Παρίσι.
Από πολύ μικρός έχει κατακτήσει τη λιτότητα του σχεδίου, την οργανωμένη σύνθεση και τη γεωμετρία, όμως δεν σταματά ποτέ να γυμνάζει το βλέμμα του, ώστε να μπορέσει να αποδώσει μέσα από την τέχνη του αυτό που βλέπει. Ό,τι δεν είναι ορατό δεν τον ενδιαφέρει. Αναζητά τον προσωπικό του δρόμο μέσα από μια ζωγραφική παράδοση που ξεκινάει από τους Βενετούς του 16ου αιώνα, περνάει από τον El Greco, τον Rubens, τον Delacroix και φτάνει στον Matisse, στον Bonnard, μέχρι και στον Rothko. Δεν αγνοεί τα ρεύματα που επικρατούν εκείνη την περίοδο σε Ευρώπη και Αμερική, αλλά ο ίδιος επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος. Το 1956 επιστρέφει στην Ελλάδα και έρχεται πάλι αντιμέτωπος με το ελληνικό φως, για το οποίο θα διαπιστώσει ότι «δημοκρατικά ισοπεδώνει» τους τόνους που τόσο θαύμαζε στους Γάλλους ιμπρεσιονιστές και μεταϊμπρεσιονιστές ζωγράφους. Όμως δεν το βάζει κάτω και, με το πείσμα που τον διακρίνει, καταφέρνει να μεταφράσει το διάχυτο ελληνικό φως σε μια μοναδική παλέτα, τόσο δυναμική που δικαιώνει τον ζωγράφο.
.